Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πελάσγιος — ον, Α [Πελασγός] πελασγικός … Dictionary of Greek
Πελάσγιος — Πελασγικός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek